- διαλύσιμος
- -η, -οαυτός που είναι δυνατόν να διαλυθεί: Δεν πιστεύω πως ο γάμος μας είναι διαλύσιμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαλύσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται διάλυση, που μπορεί να διαλυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξανέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek